χαραχτός, -ή

χαραχτός, -ή
και χαρακτός, -ή, -ό ο χαραγμένος, αυτός που έχει χαράγματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαραχτός — ή, ό, Ν βλ. χαρακτός …   Dictionary of Greek

  • χαρακτός — ή, ό / χαρακτός, ή, όν, ΝΑ, και χαραχτός, ή, ό, Ν [χαράσσω] αυτός που έχει εγκοπές, εντομές, ο χαραγμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με χάραξη («χαρακτές βεντούζες» οι κοφτές βεντούζες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”